κτίσμα

κτίσμα
κτίσμα, ατος, τό (s. two prec. entries and next entry; Polyb. 4, 70, 3; Dionys. Hal. 1, 59; Strabo 7, 5, 5; Vett. Val. 213, 6; SIG 799, 7 [38 A.D.]; PGM 7, 483; BGU 3, 19; LXX, pseudepigr.; Just.; Iren. 1, 5, 4 [Harv. I 48, 2] in gnostic speculation; loanw. in rabb.) in our lit. always (as Wsd 9:2; 13:5; 14:11; Sir 36:14; 38:34; 3 Macc 5:11; EpArist 17; Iren. 1, 10, 2 [Harv. I 93, 3]; Did., Gen. 220, 28) product of creative action, that which is created (by God), creature (created by God) πᾶν κ. θεοῦ καλόν everything created by God is good 1 Ti 4:4. πᾶν κ. ὅ ἐν τῷ οὐρανῷ every creature in heaven Rv 5:13.—Pl., of the components of creation (TestAbr B 7 p. 12, 8 [Stone p. 72] τὰ κτίσματα ἃ ἐκτίσατο … ὁ θεός; TestJob 47:11; Herm. Wr. 1, 18 πάντα τὰ κ.; Sextus 439; Orig., C. Cels. 7, 46, 39; Did., Gen. 109, 25) Dg 8:3.—τὰ κ. τὰ ἐν τῇ θαλάσσῃ Rv 8:9.—τὰ κ. τοῦ θεοῦ what God has created Hv 3, 9, 2; m 8:1; humankind is lord of it 12, 4, 3. The Christians are ἀπαρχή τις τῶν αὐτοῦ κ. a kind of first-fruits of (God’s) creatures (here κ. is to be thought of as referring chiefly to human beings; for a similar restriction in the use of κτίσις s. that entry 2) Js 1:18.—DELG s.v. κτίζω. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κτίσμα — colony neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσμα — το (AM κτίσμα) [κτίζω] 1. ό,τι έχει κτιστεί, οικοδόμημα (α. «η πόλη έχει πολλά ωραία κτίσματα» β. «είναι κτίσμα τής αρχαίας εποχής») 2. δημιούργημα, πλάσμα («εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῡ κτισμάτων», ΠΔ) μσν. κτίσιμο μσν. αρχ. ίδρυση,… …   Dictionary of Greek

  • κτίσμα — το, ατος 1. χτίριο, οικοδόμημα. 2. το δημιούργημα του Θεού, πλάσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… …   Dictionary of Greek

  • κτισμάτων — κτίσμα colony neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσμασι — κτίσμα colony neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσμασιν — κτίσμα colony neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσματα — κτίσμα colony neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσματι — κτίσμα colony neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσματος — κτίσμα colony neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”